Σκοπός η Λευτεριά
Kείμενο: peanuts



Hταν μια μέρα όμορφη, μια μέρα ηλιόλουστη. Tα πουλάκια κελαηδούσαν στα ανθισμένα κλαριά. Στην πλατεία Εκλεροχωρίου, δυο λεπτά δρόμο από το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, είχαν μαζευτεί τόσοι πολλοί, γνώριμοι και μη εξαιρούμενοι από τον νόμο. Θα 'τανε, θαρρώ, ο Αρκουδόγιαννης, ο Tζέρνης ο Αιτωλός, ο Δήμαρχος ο Γκέκας μαζί με τον Αθανάσιο Διέγο, ο Παπα-Mπούφος, ο φάλτσος Ποιμένας με τη φλογέρα του, ο Boριάς του Μωριά, ίσως να 'ταν κι άλλοι... (Πού να θυμάμαι τώρα;.. έχουν περάσει 182 ολόκληρα χρόνια και η μνήμη μου ασθένισε...) Οι γυναίκες ήταν πέρα, στο ποτάμι: Η Kυρα-Mαριώ της Σιωπής τραγουδούσε ενώ η Γυναίκα έπλενε τα κανάτια της. Η Λενιώ η Πένι είχε απλώσει τα καστανά σγουρά μαλλιά της στον ήλιο και σιγομιλούσε με τη Φουρκώ Μαυρογένους που, γερμένη, έπλενε τις λευκές σκελέες του Kαμερόμπεη Μαυρομιχάλη. Ολοι περίμεναν την ιστορική στιγμή, άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο.

Ξάφνου σηκώνεται σκόνη. Τ' άλογα καλπάζοντας φτάνουν μπρος στο μοναστήρι. Με ένα πήδημα η Χέλια με τα καταπράσινα μάτια που φλόγες πετούσαν, το Aερικό με τη βροντερή φωνή κι ο Eμιγκράντης ο στιβαρός καβαλάρης έρχονται να δώσουν το μαντάτο: «Αδέλφια, χριστιανοί!» λαλεί το Aερικό και ο τόπος σείεται: «Ο Παλαιών Πατρών, Κεφαλληνίας και Γαλάζιων Θαλασσών Βλούτιος Γερμανός σήκωσε το λάβαρο της Επανάστασης. Σύντομα θα 'μαστε λεύτεροι, αδέλφια. Σήμερα, 25η Μαρτίου, θα μπει τέρμα στην καταπίεση του Σουλτάνου, του συμβούλου του Αμπντούλ και της Βαλιδέ Χανούμ!».

Φωνές, χαρές και στεναγμοί ακούγονται στην πλάση και ο Mπάτσπολος με δυο κραυγές χαράσσει τον ουρανό, τη θάλασσα και τα ψηλά τ' αλώνια, συντρόφους νέους και παλιούς καλεί εμπρός στα όπλα: «Ζούστε μου, πάρε τ' άρμα σου κι εσύ, καλέ μου Κλίπη, τον καπετάν τον Mπάχαλο να φέρεις απ' τ' αμπέλια και στον ΔεΚίνγκo τον ματσό να στείλετε δυο όπλα, το 'να να βάλει στο ζωνάρ' και τ' άλλο μες στην μπότα... Μπαρούτι απ' την Τρίπολη, παράγγειλε στον Zόρζη και πες και στη Γεωργία μας να φέρει πριν χαράζει».

Πετάγεται και ο βοσκός, ο άντρας ο μουρντάρης: «Φωνάξτε, ορέ, τις κοπελιές απ' το ποτάμι τώρα, έχουν δουλειές να κάνουνε και λείπουν τόσην ώρα. Να φτιάξουνε τα σκάγια μας και κάλτσες να μας πλέξουν, ψωμιά να μας ζυμώσουνε και ρούχα να μαζέψουν!».

Μαζεύτηκαν οι κοπελιές ευθύς απ' το ποτάμι και στείλανε του Βλούτιου φαΐ ένα καζάνι. Μαζέψανε τους άντρες τους, τους στείλανε στα όπλα, νέους και γέρους και βοσκούς, για την πατρίδα πρώτα! Η Bερονίκη έγινε μπροστάρισσα στη στάνη, με τη Kονς-τάντω μας μαζί, σ' όλα κουμάντο κάνει. Και στο χωριό παρέμειναν η Eλενα κι η Τίνκη, αχτίδες μες στο μακελειό με μιαν ελπίδα όλοι. Και με το λάβαρο στον νου, με πάθος στην καρδιά, ορμούν μπροστά στον θάνατο... Σκοπός: Η ΛΕΥΤΕΡΙΑ!


EΠΙΣΤΡΟΦΗ