O Τάζος ο Ερημίτης, διάσημος κοσμοκαλόγερος, τσαντίλας και ψιλοαιρετικός, με φουσκωμένη μπάκα απ' την καλοπέραση (που όμως έκρυβε έντεχνα κάτω από τριμμένο ράσο) και βραχνή φωνή απ' τους συνεχόμενους λόγους σε Αυλές πολλών φεουδαρχών (Ρηγάδων ή Ρουμάδων) υπέρ της εκστρατείας για την Κατάκτηση των Ιερών Τριβιοτόπων, δεν ευτύχησε να δει το όνειρό του να γίνεται πραγματικότητα: κάπου στα μέσα της Δεύτερης Ελληνοτριβιακής Σταυροφορίας απεσύρθη και τα ίχνη του χάθηκαν...
Eτσι, δεν ήταν παρών στην κεντρική Ρουμοπλατεία (το Μέ-ιν) της Τριβιοσαλήμ, όταν οι νικητές πρίγκιπες και βασιλείς συνέτασσαν το Τάγμα των Τριβιναϊτών, μοιράζοντας τίτλους, κόβοντας τιμάρια και φέουδα και βασίλεια ακόμα, πατώντας την ιερή γή με φρέσκο ακόμα ν' αχνίζει το αίμα του μεγάλου αντιπάλου τους Σκορπυαδδίν του Αραβα...
Πρώτος προχώρησε ο Ζαφόδειος λε Πουλέτ, ο επονομαζόμενος «Σκρόφας» προς τρόμο των αλλόθρησκων (που ως γνωστόν σιχαίνονται το ζώο «συς ο οικόσιτος»). Γονάτισε (αλληθωρίζοντας - κατάλοιπο κανονιάς που του είχε καταφέρει «κατά λάθος» ο πρίγκιπας Λάπιο ντι Κοέλι στη Ναυμαχία του Υψάριο) μπροστά στον εκπρόσωπο του Πάπα Παχούμιου iix, τον καρδινάλιο Μαϊμουδελιέ.
Δίπλα του παρατάχθηκαν σειρά οι ιππότες και οι δέσποινες: Καλούσα του Βερολίνου (μερικοί ιστορικοί τη συγχέουν με την Καλούσα του Λονδίνιου, είναι πιθανόν όμως να πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, μετέπειτα βασίλισσα της Κύπρου), Πινατίσα η εκ Λουτεσίας (υπηρέτες κρατούσαν ψηλά το κλαβεσέν της, με το χρυσό οικόσημο ν' αστράφτει Lux Veritas Trivio Mantis ανάμεσα σε περγαμηνές νομολογίας), Μπαζιλίκ ντε Φρυνάν (με τα άγρια σκυλιά της να παρακολουθούν την τελετή με σηκωμένα αφτιά), Τζόρτζια της Ασούμης, Σαλατίνα της Κάντιας, Χομπίτιο το «Αυστριακό»... Γονάτισαν όλες ενώ ο μαρκήσιος Τσάτιος ο Ουγκα-νοτοςκομχόλντιγκς κατέγραφε όρθιος τις επιδόσεις, αντιπαραβάλλοντας νούμερα και επιτυχίες για να είναι δίκαιη η μοιρασιά των λαφύρων. Η πρώτη ομάδα έκλεισε με την έλευση της Λαίδης του Χοκ, με ένα εντυπωσιακό κυνηγιάρικο γεράκι στον αριστερό ώμο, καθώς πρόβαλε η πανέμορφη Κλαρίτα, η επονομαζόμενη «Μπέλλα», και πίσω της η μυστηριώδης Μαρίτσα, κούκλα αληθινή με διάφανο μεταξωτό πορτοκαλί μανδύα πολύ μοντέρνας νοοτροπίας, με σκούρο πέπλο να καλύπτει το πρόσωπο της που κανένας ζωντανός δεν είχε δει... Ακολουθούσε η Λοριέν του Λιβάνου (μόνη της τον είχε κατακτήσει), η κοκκινομάλλα Πύρα ντε Κουζίν με τέσσερα ξιφίδια απωανατολικής προέλευσης (τα περίφημα σου-σι), η λυγερόκορμη Φραντζέσκα της Ντιβάινης και πλήθος άλλων πολεμιστριών.
Αμέσως μετά, με βήματα βαριά και βλέμματα λαμπερά, πήραν θέσεις πίσω τους οι ιππότες: ο Λάπιο βεβαίως με διπλό ατσάλινο πέλεκυ στο χέρι, ο Χειλάκιος ο Φλογιστής, με το εξωφρενικό οικόσημο (δυο καυτά κόκκινα χείλια με γλώσσα προκλητική και τις λέξεις Roll In Gston Es στην ασπίδα του), ο αρχιναύραχος του στόλου Καπιτάνο ντι Ακουα Nτόλτσε, ο Ράνιος ντε Τανπλάν, ο αγριωπός Σδούβιος (με τη μητέρα του να χειροκροτεί κινητοποιώντας το πλήθος, ομού μετά της θεατρίνας Μαύρης Τουλίπας να ηγείται της κλάκας), ο γλυκύς πράος Μπλούος - γνωστός ως ο Γαλάζιος Ιππότης (πάντα χαμηλών μέχρι ψιθυριστών τόνων), ο Ντράγκο ντ' Αζούρ, ο μαρκήσιος Βλαδιφάτιος ο Φαουστικός, ο Μπελζ ντ' Εμπούλ και άλλοι πολλοί, αμέτρητοι, μέσα σε σύννεφο σκόνης...
Ωσπου να ησυχάσει το πλήθος για ν' αρχίσει η διαδικασία, πέρασε κάμποση ώρα. Με το που ο ήλιος καρφώθηκε στο δοξαπατρί του ουρανού και οι σκιές μηδένισαν, κιχ δεν ακουγόταν. Προτού προλάβει όμως ο Μαϊμουδελέ να μιλήσει, ιδρωμένος καθώς ήταν μές το βαρύ του ράσο, σαν φάντασμα πρόβαλε απ το πουθενά μαύρος ιππότης, σκοτεινός και τρομερός: ο Μάλδορος ο Διπλοχτύπης (σκότωνε τα θύματά του πάντα δύο φορές, για να είναι σίγουρος). Πίσω δεξιά του, με κάτι σαν ναυτικό κοστούμι, ο άξιος Ρορζάχιος ο Ποντοφάγος, ο άνθρωπος που μισούσε τα χιντ περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο. Η πλατεία πάγωσε. Ο Μάλδορος μίλησε καθαρά και η φωνή του συντάραξε τους πάντες: «Πού πάτε, ωρέ, χωρίς τον ξενοδόχο;».
|