Tω καιρώ εκείνω, ήγγιζεν, γαρ, η τελευταία αγωνιστική του ελληνικού τουρνουά τρίβιαλ, ο Λεπουλέ ο Ναζωραίος απέστειλε τους μαθητές του ειπών: «Πορευθέντες, ετοιμάσατε ημίν μυστικήν συνάντησιν. Επιθυμία επεθύμησα, φαγείν μεθ' υμών, προ του με παθείν». Εγνώριζε γαρ, ότι ήγγιζεν η ώρα του μαρτυρίου και ότι η αποστολή του είχε εκπληρωθεί. Και εκείνοι, απελθόντες, ώρισαν συνάντησιν εις το πανδοχείον ενός εναρέτου Eλληνος της Αραμαϊκής, του Βασιλείου του Ιχθυοπαρασκευαστού. Και ότε εγένετο η ώρα, συνέπεσε μετά των μαθητών του και είπεν: «Αμήν, λέγω υμίν, ότι ο Υιός του Ανθρώπου, πορεύεται κατά το ωρισμένον. Η αποστολή του επί της γης εξετελέσθη και εις το εξής πορευθήσεσθε άνευ Αυτού». Και εσθιόντων αυτών είπεν: «Αμήν λέγω υμίν, ότι είς εξ ημών παραδώσει με». Κι εκείνοι σφόδρα ταράχθησαν και ηρώτων τις ο προδότης ει. Και πρώτος ηρώτα ο Νοοτροπιάννης ο αγαπημένος μαθητής του. Κι ο Λεπουλέ απεκρίθη: «Ο λαβών τον άρτον , τον εμβαπτιζόμενον παρ' εμού εις τον οίνον». Και εμβάψας τον άρτον εις τον οίνον, στραφείς, έδωκεν αυτόν εις τον Σδουβάριον τον Ισκαριώτη, λέγων: «Ποίησον τάχιστα, ό,τι ποιείς». Hν δε ο Σδουβάριος, εκ των μαθητών ο πλέον φιλάργυρος, γνωστό δε ήν αυτό τοις πάσι. Κι εκείνος, λαβών τον άρτον, απεχώρησεν της τραπέζης, ψύχραιμος και ατάραχος και κρυφομειδιών και αναλογιζόμενος το μυστικόν του σεντούκιον. Hγγικεν γαρ ο χρόνος κατά τον οποίον τριάντα εσκούδα (οπαδός γαρ ήν του αποφθέγματος «συγκέντρωνε κι ας είν' και ρωγοσταφυλές») θα προσετίθοντο εις αυτό (Τα κέρδη εκ των καμηλοδρομιακών στοιχημάτων στο Δέλτα του Ιορδάνου ποταμού, ήσαν βεβαίως πολλά, αλλά τις οίδε τι τεύξεται η επομένη;)
Και συντελεσθείσης της προδοσίας και συλληφθέντος του Λεπουλέτ του Ναζωραίου και οδηγηθέντος ενώπιον του Αρχιερέως Αννα-τσατανούγκα, διερωτώντο οι γραμματείς, ήντινα κατηγορίαν αποδώσαι Αυτώ ικανήν, ίνα ποινήν θανάτου επιφέρη. Και μάρτυρες εφάνησαν και κατεμαρτύρουν ψεύδη όπως: «Ηκούσαμεν αυτόν, υποστηρίζοντα ότι δύναται να κάνει ντροπ το ρουμ και διαγράψαι όλας τας ερωτήσεις και εις τρεις ημέρας, αποκαταστήσαι πάλιν αυτό και βελτιώσαι και συγγράψαι εκ νέου ερωτήσεις, ων ουκ έστι αριθμός!». Και στραφέντες προς αυτόν οι Αρχιερείς, ηρώτων αυτόν: «Συ ει ο Λεπουλέτ ο Ναζωραίος, ο αμφισβητήσας την εξουσίαν του Ιερατείου, ο και τον Μωσαικόν Νόμον καταπατήσας, παίζων Τρίβιαλ κατά την ημέραν της αργίας του Σαββάτου;». Και απεκρίθη ο Ανθρωπος: «Αυτός ειμί».
Και ο Αννα-τσατανούγκα διέρρηξε τα ιμάτιά του αποκαλύπτων το ρωμαλέον, εύρωστον δέμας του. Και αι λιναί, έγχρωμαι πεοκαλύπτραι του προκάλεσαν ρίγη συγκινήσεως εις το ακροατήριον, κυρίως μεταξύ των γυναικών (και ουχί μόνον).
Και ανέκραξε: «Οδηγήσατε αυτόν εις τον Ρούφιον Παχούμιον Πιλάτον, ίνα τον δικάση». Και επηρώτησεν Αυτόν ο ηγεμών, λέγων: «Συ ει ο βασιλεύς των ρουμ; και του ιν τζι αρ και του τζι αρ νετ;». Ο δε Λεπουλέτ ο Ναζωραίος απήντησε αυτώ: «Συ είπας».
Και τότε ο Ρούφιους Παχούμιους Πιλάτους διατάξας την προσαγωγήν του Τζαζζραββά, εξήλθε εις τους Ιουδαίους και είπεν αυτοίς: «Τίνα εκ των δύο βούλεσθε ελευθερώσαι;». Και έδειξεν εις τον όχλον τον Τζαζζραβάν και τον Λεπουλέτ. Hν δεν ο Τζαζζραββάς γνωστός ληστής απαντήσεων εις τα λημέρια του Τρίβιαλ. Αλλά ο όχλος ανέκραξεν: «Τον Τζαζζραββάν». «Και ποία η ποινή δια τον Λεπουλέτ;» επηρώτησε ο Ρούφιους. Και ο όχλος μαθημένος εις άρτον και θεάματα, ανέκραξεν: «Αρον, άρον, οδήγησον αυτόν εις κυβερνοσυνουσίαν με τη Βίρμα τη Φιλισταία».
Και ο Παχούμιος ένιψε τας χείρας του. Και στρέφων εις τους φρουρούς, διέταξεν αυτούς να οδηγήσουν τον Λεπουλέτ εις τον υπολογιστήν. Και εκείνοι, εκδύσαντες αυτόν, περιέθηκαν αυτώ χλαμύδαν ερυθράν. Και πλέξαντες στέφανον εξ ακανθών, ίνα μη δύναται να στρέψει την κεφαλήν αλλού, τον οδήγησαν εις τον υπολογιστήν. Και αλυσσόδεσαν εις την χείραν του τον μυν και επάτησαν το φονικόν γουίσπερ της Βίρμας της Φιλισταίας. Και ο Λεπουλέτ ανέκραξεν φωνήν μεγάλην: «Ηλί, ηλί, λαμά σαβαχθανί, με Σταύρωση σκοτώστε με, παρά με τη Βιβή».
Και η κραυγή του συνεκίνησε τον σκληροτράχηλο Ρούφιο Παχούμιο Πιλάτο. Ρίγη συγκινήσεως (Θαύμα! Θαύμα!) συνετάραξαν το σώμα του και δάκρυα εφάνησαν εις τους οφθαλμούς αυτού, όπερ μεθερμηνευόμενον από τους πιστούς του Λεπουλέτ εθεωρήθη θαύμα αξιολογώτερον και από εκείνο της αναστάσεως του Λαζάρου. Και στρεφόμενος εις τον όχλον, όστις παρηκολούθει το Μαρτύριον και απευθυνόμενος εις αυτόν, ανέκραξεν: «Ουδείς, αξίζει τέτοιον αργό, ατιμωτικό και μαρτυρικό θάνατο. ΣΤΑΥΡΩΣΤΕ ΤΟΝ».
|