<palmuter>    
 
       
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας χιονάνθρωπος που τον ελέγαν Λου και είχε ένα καρότο αντί για μύτη. Τον Λου, τον είχε φτιάξει ο Τζακ όταν ήταν 5 χρονών ένα πρωί που όλα είχαν καλύφθει από χιόνι και ο μπαμπάς του είπε: «Σήμερα θα ήθελα να ήταν Χριστούγεννα». Ήταν όμως Μάρτιος και ο ήλιος είχε από νωρίς βγει πίσω από ένα μεγάλο σύννεφο που έμοιαζε με κείνες τις αλατιέρες που τους είχε φέρει η θεία Μαίρη από την Αγγλία και τις είχανε για καλές και τις βάλαν στο σύνθετο. Όταν κατέβηκε ο Τζακ να παίξει με το χιόνι, είδε τον Μάρτυ ο οποίος ήταν πιο μεγάλος και η μαμά του έλεγε ότι είναι πολύ έξυπνος γιατί ήθελε να γίνει αστροναύτης. Αυτός του έδωσε την ιδέα να φτιάξουν χιονάνθρωπο. Τελικά, ευτυχώς που είχε και η μαμά του Τζακ εκείνο το καρότο που δεν το χρειαζόταν για τη φασολάδα και έτσι ο Λου μπορούσε να αναπνεύσει. Ο Λου δεν έλιωσε ποτέ γιατί ήταν από φυσικό χιόνι και όχι από εκείνο που έβγαζε ο Τζακ από την κατάψυξη, εκείνο γινόταν σύντομα νερό. Δώδεκα χρόνια μετά σε μια εκδρομή στο εξοχικό έξω από το Χιούστον, ο Τζακ προσπαθούσε να κατεβάσει τη Ματίλντα που ανέβηκε στα κεραμίδια.    
       
    επιστροφή