Ο
στεκόμενος στην είσοδο άνδρας σάστισε από την απάντησή του. Hταν μια πρωτότυπη
απάντηση, σκέφτηκε, ύστερα από τις άπειρες απαντήσεις που είχε ακούσει
από άλλους... - «Ακου»
του είπε «ξέρω τι σκέφτεσαι. Θέλεις να διαβείς τον μακρύ, δύσκολο
δρόμο που περνάει από εδώ. Δεν μπορώ να σε αφήσω να περάσεις, μου έχουν
δόση εντολή να μην περάσει κανένας...». Ο μαυροφορεμένος άνδρας απάντησε:
«Πάντα κάνεις αυτό που σου λένε λοιπόν; Ποιος σου έχει δώσει εντολή;
Ξέρω ότι είσαι ο φρουρός του περάσματος αλλά πρόσεχε. Δεν με ενδιαφέρει
τι λες. Εγώ θα περάσω, όπως και να 'χει. Οπότε έχεις δυο επιλογές: ή κάνεις
στην άκρη ή έρχεσαι μαζί μου...».
|
Ο άνδρας με την καρδιά μόρφασε. Εδειχνε πραγματικά αμήχανος. Δεν ήταν
η πρώτη φορά που κάποιος με τόσο πείσμα ήθελε να περάσει το άγνωστο πέρασμα,
να διαβεί τον μεγάλο μακρύ δρόμο, αλλά ήταν η πρώτη φορά που του πρότεινε
κάποιος να πάνε μαζί. Τόσο καιρό που φρουρούσε τη μεγάλη σιδερένια πύλη
και το άγνωστο πέρασμα αναρωτιόταν τι υπήρχε μετά από αυτήν. Τόσο καιρό
δίσταζε μέσα στο μυαλό του να προδώσει τη θέση του, το καθήκον του, που
του είχε αναθέσει ένας γενειοφόρος ασπρομάλλης άνδρας πριν από πολύ καιρό,
αλλά από την άλλη ήθελε να μην προδώσει τον εαυτό του, τις επιθυμίες του,
την περιέργειά του.
Ο φρουρός της πύλης ρώτησε και πάλι:
- «Και πώς είσαι σίγουρος ότι αυτός είναι ο δρόμος της αλήθειας; Γιατί
να σε αφήσω να περάσεις;».
- «Κάποτε μου είχαν πει μια προφητεία. Μια προφητεία που θα βγει αληθινή.
Στο πέρασμα του χρόνου, στα βάθη της ψυχής. Τον δρόμο της αλήθειας θα
διαβείς στο πέρασμα του χρόνου με δάκρυα χαράς, το γνωστό φρουρό με την
καρδιά θα δεις. Στο φως της αλήθειας με αγάπη της ζωής μαζί σου θα τον
πάρεις, τον δρόμο να διαβείς... Βλέπεις, εγώ πιστεύω πως είμαι στον σωστό
δρόμο και πως εσύ είσαι εκείνος ο άνδρας που αναφέρεται στην προφητεία».
Ο άνδρας με την καρδιά έμεινε άναυδος. Iσως γιατί και ο ίδιος είχε
ακούσει την ίδια προφητεία πολύ καιρό πριν...
- «Εντάξει, με έπεισες! Θα έρθω μαζί σου αλλά μπροστά θα πάω εγώ, άλλωστε
το δικαιούμαι αφού τόσα χρόνια φρουρώ το πέρασμα». Ο άλλος άνδρας
χαμογελώντας συμφώνησε.
Οι
δυο άνδρες προχώρησαν και ανοίγοντας τη μεγάλη σιδερένια πόρτα έφτασαν
σε ένα δωμάτιο με ένα μεγάλο μπαούλο στο κέντρο και άλλους δύο άγνωστους
άνδρες γύρω από αυτό. Οι υπόλοιποι δύο τους έμοιαζαν πολύ, είχαν επίσης
κοντά μαλλιά, με μέτριο ανάστημα, κάπως αδύνατοι, καλοντυμένοι...
- «Σας περιμέναμε. Ξέραμε ότι θα έρθετε» απάντησε ένας εξ αυτών.
«Ενας άνδρας με άσπρα μαλλιά και γένια πριν από πολύ πολύ καιρό μάς
είχε προειδοποιήσει ότι θα 'ρθείτε. Και, αφού σας βρούμε, να ανοίξουμε
το μεγάλο κιβώτιο όλοι μαζί...».
- «Τι είναι εδώ; Ποιοι είστε εσείς;».
- «Ψάχνουμε να βρούμε την αγάπη. Και φτάσαμε εδώ. Στην αρχή ήμασταν
τρεις αλλά μετά ένας από μας έφυγε. Φοβήθηκε να βρει την αγάπη».
Οι υπόλοιποι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Μια σιωπή κυρίευσε το δωμάτιο.
- «Ωστε το κιβώτιο έχει την αλήθεια και την αγάπη που ψάχνουμε! Και
πώς ξέρουμε ότι δεν έχει μέσα κάτι που θα μας βλάψει;» ρώτησε ο πρώην
πια φρουρός.
- «Κοίτα, όλοι είμαστε για κάποιο λόγο εδώ, σωστά; Kανένας μας δεν
βρίσκεται τυχαία εδώ. Νομίζω πως πρέπει να το ανοίξουμε τελικά και να
δούμε τι έχει μέσα».
- «Και εγώ συμφωνώ, ας το ανοίξουμε».
- «Και εγώ κι εγώ» απάντησαν όλοι.
- «Ας το ανοίξουμε λοιπόν. Nα γνωριστούμε όμως πρώτα, εμένα με λένε
Τζον» είπε ο πρώτος. «Εμένα Πολ» απάντησε ο μαυροφορεμένος
άνδρας. «Εγώ είμαι o Τζoρτζ». «Και εγώ ο Ρίνγκο»
είπε ο τέταρτος της παρέας!
- «Ωραία, τώρα που γνωριστήκαμε ας το ανοίξουμε λοιπόν να δούμε τι
έχει μέσα...».
Ο Τζον απλώνει τα χέρια του και ανοίγει το μπαούλο. Ξαφνικά μια εκτυφλωτική
λάμψη βγαίνει από μέσα που προς στιγμήν τους τυφλώνει όλους. Στο μπαούλο
υπάρχουν: δύο κιθάρες, μία με το όνομα Τζoρτζ επάνω και η άλλη με το όνομα
Τζον, ένα μπάσο με το όνομα Πολ και τύμπανα με το όνομα Ρίνγκο. Και
η ιστορία αρχίζει.
επιστροφή |