Lifting χρειάζεσαι επειγόντως, της είπαν και πανικόβλητη έτρεξε στον καθρέφτη. Με τρόμο συνειδητοποίησε ότι είχαν δίκιο. Κείνος ο Κόκκινος Φουστάνος, την τελευταία φορά είχε κάνει πολύ πρόχειρη δουλειά. Κι η προσπάθειά της να φορέσει κάτι πιο ανοιξιάτικο, εδώ και μερικούς μήνες, εντάξει φιλότιμη ήταν, αλλά δεν έπαυε να μυρίζει βενζίνη. Χρειαζόταν κάτι πιο δραστικό... Iσως αν Επέστρεφε;

...Εκοψε ένα κομματάκι από το παλιό, φανελένιο της Μπλουζάκι, το τόσο οικείο και γνώριμο, το άπλωσε κι άρχισε να το γεμίζει με ό,τι την έκανε να γελάει και να ηρεμεί, με ό,τι αγαπούσε, με χρώματα και μουσικές κι αγγίγματα και μυρωδιές και γεύσεις...
Μάζεψε Ασφόδελους ρόδινους σαν τα φουστάνια που φορούσαν τα «κοισάκια» στις απογευματινές τους βόλτες και μασούλιζαν Ποπ Κορν και μαλλί της γριάς και γιασεμί για τους θερινούς τους σινεμάδες.
Έκοψε σελίδες από τα αγαπημένα της παραμύθια με Νεράιδες και Ξωτικά κι Αερικά και Πριγκίπισσες και Βασιλιάδες. Σελίδες με Ηρακλήδες να πολεμάνε Ιππολύτες, με Μονομάχους να αγωνίζονται στις αρένες -ave Caesar, Morituri te salutant- και να επιβιώνουν. Σελίδες καράβια με παράτολμους Καπετάνιους με Λιονταρίσιες Καρδιές, που την ταξίδευαν σε θάλασσες μακρινές, σε καταπράσινες ζούγκλες με Μαιμούδες και Πρωτόγονους να προσκυνάνε Πέτρες εξ Ουρανού, σελίδες με ακαταλαβίστικα -ποτέ της δεν κατάλαβε τι σημαίνει Ταζζ- αλλά διασκεδαστικά πλάσματα...
Μάζεψε ήχους και χρώματα από παιδικά παιχνίδια με γκαζές και κλέφτες κι αστυνόμους, τότε που η γειτονιά πλημμύριζε με φωνές που προέτρεπαν σε νίκη «Γκαγκάν-Γκαγκάν», τότε που τα κορίτσια ψάχνανε τις ντουλάπες της μαμάς, να βρούνε υφάσματα να ντύσουν την αγαπημένη τους Κούκλα, Μαρίτσα τη φώναζε τη δική της δε θυμόταν γιατί, κι άλλοτε πάλι τα τύλιγαν γύρω τους και έπαυαν να είναι η Ελένη, η Βάσω ή Κατερίνα. Ήταν η ξωτική Σεχραζάτ αυτή που λικνιζόταν μπροστά στο Σουλτάνο καθρέφτη. Ήταν η πανέμορφη Λίζα, η Βίρμα ή η Ελενα αυτή που έκανε εντυπωσιακή είσοδο σε κοσμικές αίθουσες χορού σε Λονδίνα και Βερολίνα στο πλευρό κάποιου γοητευτικού και απαραιτήτως πλούσιου Ζορζ που τις κοίταζε με «λατγεία». Μάζεψε γέλια και μαλώματα και «φτου ξελευτερία» για το κρυφτό, τότε που το άγγιγμα στην κρυψώνα ήταν παιχνίδι, πριν ακόμα γίνει αμηχανία και ντροπή κι ύστερα πόθος και Φλεγόμενα Χείλη, και που οι απώλειες μετριούνταν μόνο σε λερωμένα μπλουζάκια και το πολύ-πολύ σε ματωμένα γόνατα, πριν το αγόρι γίνει Αντρας και το κορίτσι Γυναίκα...
Yστερα πρόσθεσε μυρωδιές και γεύσεις που, κατά κάποιο περίεργο τρόπο, γι αυτήν σημάδευαν τις εποχές. Ας Πούμε, η άνοιξη μύριζε Νυχτολούλουδο, το καλοκαίρι της είχε γεύση ώριμου Πεπονιού, το φθινόπωρο είχε τη μυρωδιά του πρώτου της αναγνωστικού στο δημοτικό «Λα λα Λόλα» και κείνου της έκτης «ο Βοριάς που τα Αρνάκια παγώνει», ο χειμώνας της είχε γεύση φρεσκοψημένου κάστανου και Φυστικιού.
Αφού συγκέντρωσε όλα αυτά τα πολύτιμα, τα τακτοποίησε με σεβασμό στο αγαπημένο ύφασμα, χωρίς να παραλείψει να αφήσει χώρο για τις μουσικές που της θύμιζαν τα φιλαράκια που χάθηκαν, το δίπλωσε προσεκτικά κι άρχισε να το ράβει γύρω-γύρω με κλωστές γερές, πανάρχαιης Κόκκινης εσθήτας σαν της Φρύνης, για να θυμάται την αγάπη και χρυσές σαν τις ακτίνες του Ηλιου για μην ξεχνάει να ελπίζει...

Το φυλαχτό της ήταν έτοιμο. Το κράτησε στα χέρια και το χάιδεψε τρυφερά με την απόφαση να το έχει πάντα μαζί της. Μα πιο πολύ, τις ώρες τις δύσκολες...Όταν η Σκρόφα η ζωή της παίζει παιχνίδια, όταν νιώθει τους Βελζεβούληδες της αμφιβολίας να τη λυγίζουν, όταν την περικυκλώνουν οι Iσκιοι της Σιωπής, όταν ουρλιάζει κι η φωνή της χτυπάει στα σΝτουβάρια... Για να τη ζεσταίνει, και να της θυμίζει ότι όλα αυτά, είναι η ζωή της, να αισθάνεται τυχερή γιατί τα έζησε, και να βρίσκει τη δύναμη να συνεχίζει ζει συμφιλιωμένη με το παρόν και τις ρυτίδες της.