<alas> |
|
||||||
alas. Το αγγλο-αγγλικό λεξικό Collins δίνει την εξής ερμηνεία: alas (ə'læs) INTERJECTION an exclamation of grief, compassion, or alarm. ήτοι αλίμονο ( ή αλλοίμονο ή φεῦ ή ωϊμέ ή αλί ή ουαί) ΕΠΙΦΩΝΗΜΑ ένα επιφώνημα οδύνης, οικτιρμού, ή προειδοποίησης κινδύνου. [άσχετο: το lassus συγγενεύει με το laxus που θα πει χαλαρός]
|
|||||||